- προστομίς
- (-ίδος) η мундштук (духового инструмента)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προστομίδα — προστομίς mouthpiece fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστομίδα — η / προστομίς, ίδος, ΝΑ εξάρτημα τών πνευστών οργάνων που έρχεται σε επαφή με τα χείλη τού εκτελεστή και διά μέσου τού οποίου αυτός φυσά και θέτει σε παλμική κίνηση τη στήλη τού αέρα που περιέχεται στον σωλήνα τού οργάνου παράγοντας έτσι ήχο, αλλ … Dictionary of Greek